-
1 κατασκευάσματος
κατασκεύασμαthat which is prepared: neut gen sg -
2 κατασκεύασμα
A that which is prepared or made, work of art, τὰ Κορίνθια κ. Hippoloch. ap. Ath.4.128d, cf. Plb.4.18.8, Aristeas 52, J.BJ7.5.5, Arr.Epict.2.19.26; surgical apparatus, Orib.49.24.2; esp. building, structure, D.23.207, SIG330.39 (pl., Ilium, iv B.C.), Plb.10.27.9, D.H.3.27, D.S.1.50; οἰκητήριον κ. Cleanth.Stoic.1.132; θεωρητὸν κ., of the world, Secund.Sent.1: in pl., engines of war, Plb.1.48.5; furniture, (Ilium, iv B.C.).II arrangement, contrivance, D.23.13;τὸ κ. τῶν συσσιτίων Arist.Pol. 1271a33
; τὰ [ τυραννικὰ] κ. ib. 1319b27;σοφιστοῦ Phld.Rh.1.183
S.; ἐκ κατασκευάσματος, Lat. ex composito, D.C.52.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκεύασμα
-
3 ξυλοφανής
ξῠλο-φᾰνής, ές,II resembling wood, Archig. ap. Orib.8.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοφανής
См. также в других словарях:
κατασκευάσματος — κατασκεύασμα that which is prepared neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… … Dictionary of Greek
κοσμοείδωλο — Όρος της φιλοσοφίας που υποδηλώνει την εικόνα που σχηματίζει ο άνθρωπος για τον φυσικό κόσμο όταν, ακολουθώντας τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών, συγκεντρώνει τα συμπεράσματα των πειραμάτων και των μετρήσεων, περιγράφει τα φαινόμενα, συνδέει… … Dictionary of Greek
κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… … Dictionary of Greek
μπρασελέ — το είδος μεταλλικού κατασκευάσματος που χρησιμοποιείται ως βραχιόλι για τη στήριξη ρολογιών χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. bracelet, υποκορ. τού bras «βραχίονας» < αρχ. γαλλ. braz < λατ. bracchium < βραχίων] … Dictionary of Greek
πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… … Dictionary of Greek
ανεμομηχανή — Μηχανή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε μηχανικό έργο. Μία από τις αρχαιότερες α. είναι o ανεμόμυλος που αποτελείται από έναν οριζόντιο άξονα και ένα σύστημα γερτών πτερύγων, από ύφασμα τις περισσότερες φορές, που… … Dictionary of Greek
ατμοπυράκτωση — Σύστημα φωτισμού των φάρων, με το οποίο παράγεται έντονο φως από τη λευκοπύρωση ειδικού μεταξωτού κατασκευάσματος με ατμούς πετρελαίου, που έχουν αναφλεγεί. Το σύστημα α. πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική υπηρεσία φάρων το 1924 … Dictionary of Greek
άξονας — ο 1. φανταστική ευθεία γραμμή γύρω στην οποία κινείται κάθε σώμα που περιστρέφεται: Η Γη περιστρέφεται γύρω στον άξονά της. 2. το στέλεχος που βρίσκεται στο κέντρο των τροχών (αλλιώτικα άτρακτος) με το οποίο αυτοί γυρίζουν: Είχε πάθει ζημιά ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)